Πάμε ξανά Τουρκία, για να μπούμε Ελλάδα (!)
Απόγευμα της 10ης Απριλίου λοιπόν, ξανά στο ferry, για Cesme αυτή τη φορά. Με κάποια μικρή καθυστέρηση περάσαμε απέναντι, ο έλεγχος αυτή τη φορά όπως στο Marmaris, δηλαδή σχεδόν μηδαμινός. Ούτε μηχανήματα, ούτε τίποτα. Ίσως όταν με έλεγξαν στην προηγούμενη διαδρομή, να ήθελαν να τσεκάρουν για ναρκωτικά, όπλα, ποιος ξέρει. Πώς πάμε από τη Χίο στον Ελλήσποντο, λοιπόν;
Το αρχικό σχέδιο έλεγε διαμονή στο Αϊβαλί για δύο νύχτες. Ήταν απόγευμα όμως, και χρειαζόμασταν τουλάχιστον τέσσερις ώρες οδήγηση σε δρόμο που δεν ήξερα. Από την άλλη, δε θέλαμε να μείνουμε κι άλλη νύχτα στο Cesme, δεν είχε να μας προσφέρει κάτι. Οπότε ανοίξαμε το χάρτη, και βρήκαμε τη μικρή κωμόπολη Candarli. Είναι περίπου μία ώρα από Αϊβαλί, το ξενοδοχείο φαινόταν καλό και ήταν φθηνό, είδαμε ότι υπάρχει κι ένα όμορφο κάστρο εκεί, οπότε, γιατί όχι;
Οδήγηση παντός καιρού μέχρι το Candarli
Ξεκίνησε έτσι η οδήγηση προς Σμύρνη, την οποία παρακάμψαμε μέσω του τεράστιου περιφερειακού της δρόμου κι όλα καλά.
Όλα καλά είπα; Ο καιρός αποφάσισε να μας δοκιμάσει, καθώς ξεκίνησε καταιγίδα διαρκείας. Καταιγίδα που είχα χρόνια να δω. Καθώς είχε νυχτώσει κιόλας, η καλύτερη επιλογή που είχα, ήταν να ακολουθήσω ένα φορτηγάκι που φαινόταν πως ήξερε τα κατατόπια. Ειδάλλως θα έπρεπε να κινούμαι εξαιρετικά αργά, ή να σταματήσουμε εντελώς.
Κουραστική οδήγηση, με όλη την προσοχή στο δρόμο. Το καλό ήταν ότι λόγω των συνθηκών, μόνο λίγοι “ήρωες” κυκλοφορούσαν. Με τη βοήθεια του “copilot”, όπως αποκαλώ την Αλιόνα, δεν χάσαμε τη στροφή για Candarli.
Βρήκαμε εύκολα το Candarli Iseo Hotel, το προσωπικό δεν ήξερε ούτε λέξη στα Αγγλικά, αλλά ταχύτατα μου δώσανε τον κωδικό για το ίντερνετ. Είχε ματς βλέπετε, Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός μπάσκετ, για την Ευρωλίγκα. Ανοίγω το laptop στο lobby για να διαπιστώσω ότι ΚΑΝΕΝΑ live streaming κανάλι δε λειτουργούσε στη χώρα αυτή. Δεν ξέρω αν άλλαξε κάτι τώρα, ήταν η εποχή που ούτε το youtube και το facebook λειτουργούσαν, τίποτε που να μπορώ να βρω το ματς online, μιας και ο πρόεδρος εκεί αποφάσισε έτσι. Διαπιστώνω επίσης ότι το wifi δεν έπιανε στο δωμάτιο, οπότε ούτε live radio μπορούσα να ακούσω. Γκρρ! “Θα δω λίγο τηλεόραση να με πάρει ο ύπνος”, σκέφτηκα, ενώ η σύζυγος είχε ήδη παραδώσει τα όπλα.
Θαύμα, χωριανοί!
Και, ναι! Το αθλητικό τουρκικό κανάλι έδειχνε το ματς των ελληνικών ομάδων, παρόλο που έπαιζαν και δύο τουρκικές εκείνο το βράδυ!!! Καλό, ε;;; Με τούρκικη περιγραφή λοιπόν είδα τον αγώνα και κοιμήθηκα χαρούμενος. Την επόμενη μέρα είχαμε ήδη αποφασίσει να δούμε εν συντομία το Candarli και μετά να μπούμε στην Ελλάδα.
Για όσους απορούν “μα καλά, δεν πήγατε στο Αϊβαλί;”.. Χμμμ.. Ας πούμε ότι μετά από 13 μέρες σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς προορισμούς, οδηγώντας και αλλάζοντας τρία καράβια ήδη, θέλαμε να φτάσουμε σπιτάκι. Έπαιξε κάποιο ρόλο και το οικονομικό, σκεφτήκαμε και ότι το Αϊβαλί είναι απέναντι από τη Λέσβο (οπότε μπορούμε να το δούμε όταν πάμε και σ’ εκείνο το νησί). Τέλος πάντων, έτσι μας ήρθε κι είπαμε να διανυκτερεύσουμε στην Ξάνθη, αφού θα οδηγούσαμε 500 περίπου χιλιόμετρα.
Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, φάγαμε το (αξιοπρεπές για 20 ευρώ τη βραδιά) πρωινό, και πήγαμε βολτίτσα στο κέντρο της κωμόπολης.
Όμορφη γαλήνη πριν την αναχώρηση
Οι γηραιότεροι πίνανε τσάι και καφέ κι έπαιζαν τάβλι, πριν ανοίξει καν η αγορά, κάποιοι ψαράδες επισκεύαζαν τις βάρκες τους, εμείς κατευθυνθήκαμε προς το κάστρο. Ήταν κλειστό εκείνη την ώρα, οπότε περιοριστήκαμε σε φωτογραφίες εξωτερικά.
Είχα να οδηγήσω περίπου 220 χιλιόμετρα μέχρι το Canakkale, να περάσουμε απέναντι με μικρό ferry στο Eceabat (ευρωπαϊκή πλευρά Τουρκίας) κι από εκεί άλλα 300 χιλιόμετρα περίπου μέχρι την Ξάνθη. Οπότε, αφήσαμε πίσω το Candarli κι ανηφορίσαμε. Ο δρόμος δεν ήταν και τόσο καλός, ειδικά μετά το ύψος του Ayvalik, αλλά μετά τις εμπειρίες μου σε δρόμους στη Ρωσική επαρχία, όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν παιχνιδάκι. Λίγο πριν το Canakkale, είδαμε πινακίδα για την Τροία, περίπου 10 χιλιόμετρα παράκαμψη. Είχα διαβάσει κάπου ότι αν δεν ξέρεις την τοπογραφία, ίσως να μην καταλάβεις τίποτα από τα μισοθαμμένα ερείπια που υπάρχουν εκεί, οπότε απλά οδηγήσαμε μέχρι την είσοδο του χώρου, για μην πω ότι δεν πήγαμε καν, αναστροφή και πίσω.
Ελλήσποντος, γλυκές αναμνήσεις
Στις δύο το μεσημέρι λοιπόν φτάσαμε στα στενά του Ελλησπόντου. Πληρώσαμε 1,5 ευρώ για πάρκινγκ, κι επειδή είχαμε χρόνο, περπατήσαμε την πόλη. Και δεν το μετανιώσαμε! Φθηνή αγορά, πολύς κόσμος, ζαχαροπλαστεία, καράβια να πηγαινοέρχονται. Αγοράσαμε μπλουζάκι με 1 (ολογράφως, ένα) ευρώ, φάγαμε μπακλαβά όπως επίσης κι ένα είδος χαλβά που φτιάχνουν μόνο εκεί (ή από εκεί ξεκίνησε).
Περνάμε τα στενά του Ελλησπόντου
Τα ferries για Eceabat φεύγουν κάθε 20 λεπτά, κι αριστερά στο λιμάνι είναι το πιο φθηνό, με 7 ευρώ το αυτοκίνητο (οι επιβάτες δωρεάν). Τα στενά έχουν πολλή κυκλοφορία, όπως μπορείτε να φανταστείτε, από κάθε είδους πλεούμενο. Θα μπορούσαμε να τα περάσουμε και από πιο βορειοανατολικά, από το Lapseki για Gelibolu, όπως ποθεί ο καθένας. Στο σημείο που περάσαμε τον Ελλήσποντο εμείς, είναι πράγματι αρκετά κοντά οι δύο ακτές.
Και φτάνουμε στην Ελλάδα, ξανά!
Μετά από δύο ώρες οδήγηση, αρχικά παράλληλα με τη θάλασσα, και μετά ανεβαίνοντας προς Kesan και Ipsala, να τα Ελληνοτουρκικά σύνορα! Πλήρως “φακελωμένοι”, όταν φτάσαμε στο πρώτο check point, κι ενώ ήμουν με τα διαβατήρια και τα χαρτιά του αυτοκινήτου στο χέρι για να τα δώσω, ο χαμογελαστός υπάλληλος ανοίγει το παράθυρο, μου κάνει νόημα ότι δεν τα χρειάζεται και λέει “Konstantinos Papanikolaou, right? Efharisto, adio!” Πιο κάτω βέβαια απλά σφράγισαν τα διαβατήρια, αλλά η κάμερα στην αρχή είχε ήδη κάνει τον έλεγχο.
Δεν έλεγξε κανένας τα πράγματά μας, ούτε οι Έλληνες φυσικά, περάσαμε το ποτάμι του Έβρου με τις χαρακτηριστικές σκοπιές Τούρκων – Ελλήνων σε απόσταση λίγων μέτρων και μπήκαμε στην Εγνατία για Ξάνθη.
Ελλάδα ξανά, κι αλλαγή σχεδίων
Ήταν αργά το απόγευμα όταν πλησιάσαμε την Ξάνθη, ο καιρός είπε να μας τη σπάσει και ξεκίνησε πάλι μια συμπαθητική καταιγίδα. Είχαμε στο νου να περπατήσουμε την πόλη, μιας και δεν την έχουμε επισκεφτεί, αλλά ο καιρός μας απέτρεψε. Κι έτσι απλά, κοιταζόμαστε με την Αλιόνα και λέμε “δε σταματάμε πουθενά, πάμε κατευθείαν στη Λάρισα, να κάνουμε βραδινή έκπληξη στους γονείς”.
Ακόμη λίγες ωρίτσες οδήγηση είχαν μείνει, κάναμε τις απαραίτητες για εμάς παρακάμψεις στα διόδια, και λίγο πριν τα μεσάνυχτα, χτυπάει η σύζυγος το κουδούνι του πατρικού μου στον Αμπελώνα. Κι ανοίγει η πόρτα… Και η μάνα μου στέκεται, κοιτάει, κοιτάει, και για πέντε δευτερόλεπτα είναι σαν να είδε εξωγήινο, δε βγάζει άχνα. Λίγες φορές έχω γελάσει τόσο. Μετά την πήραν τα δάκρυα βέβαια, μας περίμενε την επόμενη μέρα, και είχε τρελαθεί. Κάπου εκεί κι ο πατέρας, τάχα κρατιόταν.
Όμορφο τέλος μιας όμορφης μέρας, καθώς και μιας πολύ γεμάτης ταξιδιωτικής εμπειρίας. Είχαν περάσει 14 μέρες από τότε που φύγαμε από τη Ρόδο, και μας περίμενε η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στους γονείς, ό,τι καλύτερο δηλαδή για επιστέγασμα τέτοιου ταξιδιού.
Προσωπικά σχόλια – συμπεράσματα – συμβουλές, κάπου εδώ.