Πάμε προς Matanzas

Ήδη η διαμονή και οι εμπειρίες μας στην Κούβα γινόντουσαν όλο και καλύτερες. Το πρόγραμμά μας, σφιχτό αρκετά καθώς ήταν, είχε και τη θετική του πλευρά, ότι σχεδόν κάθε μέρα ήταν γεμάτη.

Μετά από αρκετές ώρες προσεκτικής οδήγησης λοιπόν (καθότι οι “ξαφνικές” λακκούβες στην autopista απαιτούσαν εγρήγορση, αλλιώς αλλαγή ελαστικού, ζάντας, ή και των δύο), και με παρέα μία πολύ ευγενική κοπέλα που πήραμε στο δρόμο μετά την Αβάνα, φθάσαμε σούρουπο στο Matanzas. Είναι η πόλη όπου γεννήθηκε η rumba κι ένας ακόμη χορός, επίσης είναι γνωστή για τις πολλές γέφυρες που έχει.

Σταματήσαμε κάπου για να ρωτήσει η κοπέλα πληροφορίες για το casa που ψάχναμε, και… Να ο πρόθυμος νεαρός-τεμπέλης, κατά τη γνώμη μου. “Ελάτε να σας πάω στο δικό μου σπίτι, καλή τιμή” κ.ο.κ. Αφού κατάλαβε ότι δεν πάμε, το γύρισε στη στεγνή επαιτεία του τύπου “Δώστε μου 1 cuc για τις πληροφορίες”.

Όσο και να επιμένει οποιοσδήποτε ότι το κάνουν γιατί είναι φτωχοί ή οτιδήποτε άλλο, δεν μπορώ να το ανεχτώ. Ο αθεόφοβος δεν είπε καν προς τα πού είναι το σπίτι που ψάχναμε! Η σύζυγος του πετάει ένα “Information is free everywhere”, βάζουμε ξανά την Κουβανή στο αμάξι και φύγαμε.

Βρήκαμε τελικά το σπίτι μας και δώσαμε κάποια ακόμη ρούχα στην κοπέλα. Εκείνη, ευγενικότατη, αρνιόταν να τα πάρει, ούτε καν να την πάμε με το αυτοκίνητο προς το κέντρο. Έφυγε με τα πόδια. Κρίμα που δεν ήξερε λίγα έστω Αγγλικά, θα ήταν εύκολο να γνωριστεί περισσότερο με την Αλιόνα και να κρατήσουν επαφή.

Μικρά μικρά από το Matanzas

Φυσικά το δωμάτιό μας σ’ εκείνο το casa είχε νοικιαστεί σε άλλους, οπότε ο ιδιοκτήτης μας πήγε σε ξεχωριστό σπίτι, δικό του επίσης. Εκεί κατάλαβα ξανά ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα στην Κούβα όσον αφορά τις χρηματικές απολαβές και συνθήκες διαβίωσης. Ο άνθρωπος είχε μετατρέψει το σπίτι του πατέρα του σε ξενώνα, κι επίσης κάποια δωμάτια στο δικό του.

Είχε plasma τηλεόραση, πέτρα στους τοίχους, κι άλλες λεπτομέρειες που έδειχναν ότι σίγουρα δεν ήταν φτωχούλης με κυβερνητικό μισθό μόνο. Εμάς μια χαρά μας ήρθε το σπίτι βέβαια, είχαμε τρία(!) υπνοδωμάτια, ωραίο μπάνιο, καθιστικό και κουζίνα.  Όρεξη για βόλτα στην πόλη όμως δεν υπήρχε, μας περίμενε το Varadero την επόμενη, να απλώσουμε λίγο τα κορμιά μας και να απολαύσουμε τη θάλασσα.

Να συμπληρώσω ότι σ’ αυτή την πόλη δε χρειάστηκε να πληρώσουμε “προστασία” για το αυτοκίνητό μας, όπως γινόταν συνήθως αλλού, στο Santiago de Cuba για παράδειγμα. Απλά το επόμενο πρωί είδα ότι έλειπαν και οι 4 μικρές τάπες των ελαστικών, εκεί που βάζεις αέρα. Έπεισα το σπιτονοικοκύρη να μιλήσει με την εταιρεία, καθώς αν έλεγαν ότι υπάρχει πρόβλημα θα έπρεπε να καλέσω την αστυνομία και να δηλώσω κλοπή, ώστε να μη μου ζητήσουν τίποτα στην επιστροφή. Του πήρε δύο ώρες να βγάλει άκρη και να μας πει ότι όλα είναι εντάξει. Γρήγορα στην εθνική για Βαραδέρο, διόδια 2 κούκια στην είσοδο, κανένας για ωτοστόπ στο δρόμο , κι επιτέλους είχε έρθει η ώρα να περάσουμε λίγο χρόνο σαν “κοινοί” τουρίστες.

Varadero, με την κατάλευκη άμμο!

Είναι λες κι αυτή η χερσόνησος δεν έχει σχέση με την υπόλοιπη πραγματικότητα του νησιού. Μεγάλα ξενοδοχεία, Καναδοί τουρίστες επί το πλείστον, όμορφοι δρόμοι, μαγαζάκια. Μόνο beach bars αλά Χανιά και Μύκονος έλειπαν, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας. Παρκάραμε το αυτοκίνητο και, σχεδόν τρέχοντας, βγήκαμε στην ατελείωτη, φαρδιά, πολυφωτογραφημένη παραλία του Varadero!

Ακόμη κι αν το στυλ μας δεν είναι αυτό ακριβώς, απολαύσαμε κάθε στιγμή εκεί… εκτός του μεσημεριανού σε ένα από τα παραλιακά εστιατόρια, χεχε! Ο καιρός μας βοήθησε, η θάλασσα έτσι κι αλλιώς είναι ζεστή όλο το χρόνο, τα πούρα από το Pinar del Rio τα είχαμε μαζί μας, τα mojito και η pina colada επιβάλλονταν, όπως και η απόλαυση αυτής της κάτασπρης άμμου και της ρηχής τιρκουάζ θάλασσας.

Μείναμε μέχρι το σούρουπο στην παραλία, το ηλιοβασίλεμα έδωσε μία πολύ ρομαντική νότα στο τέλος της ημέρας. Τα δε χάμπουργκερ και τα αναψυκτικά οδηγώντας για πίσω, αυτά να δείτε τι νότα έδωσαν. Να ‘ναι καλά τα χαπάκια!

Να συμπληρώσω ότι περιμέναμε πιο “καπιταλιστική” ζωή στο Varadero, εννοώ κάποια beach bars ίσως, πιο πολλές επιλογές για καφέ ή ποτό σε μαγαζιά “αλά Δύση”. Φαίνεται πως, ό,τι κάνουν οι Καναδοί, το κάνουν στα ξενοδοχεία τους.

Επιστρέψαμε πιο αργά στο Matanzas, κάναμε μια μικρή βολτίτσα και μετά χαζεύαμε από τη βεράντα τα παιδιά να παίζουν στη γειτονιά και τους μεγαλύτερους να κάθονται έξω και να συζητούν. Σας θυμίζει κάτι; Εμένα τους παππούδες και γονείς μου πριν 20 χρόνια…

Η συνέχεια εδώ, με ακόμη πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες!