Τέταρτη μέρα στην Καμτσάτκα, μέρα κορυφής
Έτσι την αποκαλούν οι ορειβάτες τουλάχιστον, αν και συνήθως ξεκινάει με το νυχτερινό ουρανό, για διάφορους λόγους. Για εμάς ξεκίνησε στις πέντε το ξημέρωμα περίπου, σκοτάδι ακόμη, και με την υγρασία να τρυπάει τις σκηνές στον καταυλισμό.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, ήταν η πρώτη από τις δύο διαθέσιμες μέρες που είχαμε για την ανάβαση στο ηφαίστειο Tolbachik. Κατά τα φαινόμενα σταθήκαμε τυχεροί. Ο καιρός έδειχνε πολύ καλός, παρότι τις προηγούμενες είχε πέσει χιόνι από τα 2500 μέτρα και ψηλότερα.
Τα συναισθήματά μας, δύσκολο να αποτυπωθούν. Προσμονή μα κι αβεβαιότητα συγχρόνως, η πρώτη μας φορά σε τέτοιο υψόμετρο, και η μόνιμη επωδός όσων ασχολούνται, ότι το βουνό είναι πάντα απρόβλεπτο, σε οποιοδήποτε υψόμετρο.
Από τα είκοσι άτομα του γκρουπ, οι δύο δε θα ξεκινούσαν καν εκείνη την ανάβαση., παρά έμειναν για ξεκούραση και φαγητό στην κατασκήνωση. Οι υπόλοιποι, ντυμένοι ζεστά με ταχύτατες διαδικασίες κατευθυνθήκαμε στην κουζίνα, όπου η Anjela είχε ήδη ετοιμάσει όσα χρειαζόταν ο οργανισμός μας για την επίπονη μέρα που ερχόταν.
Ξεκινάμε, με μοναδικές πρωινές εικόνες
Μετά το πολύ δυνατό πρωινό λοιπόν, και με μοιρασμένες και τις υπόλοιπες προμήθειες στα σακίδιά μας, μεταφερθήκαμε με το φορτηγό λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από την κατασκήνωση, όπου και θα ξεκινούσαμε την πορεία των τριάντα περίπου χιλιομέτρων συνολικά. Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει πίσω από τα ηφαίστεια και το μαυροκόκκινο τοπίο τριγύρω ξυπνούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα!
Ο Valentin έδωσε τις σχετικές οδηγίες, αυτός θα προπορευόταν και ο Viktor θα ήταν ο τελευταίος της ομάδας. Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε πλέον, αν κι από την άλλη θα ήταν εξίσου όμορφο να μείνουμε όλη μέρα σε αυτό το καθηλωτικό τοπίο στα 1300 μέτρα και να απολαμβάνουμε το μεγαλείο της φύσης.
Πριν όμως συνεχίσουμε την περιγραφή, να πούμε δύο λόγια για το ηφαίστειο που θα προσπαθούσαμε να ανέβουμε εκείνη τη μέρα.
Το Tolbachik αποτελεί ένα σύμπλεγμα ηφαιστείων, στα νότια του συμπλέγματος Klyuchevskaya. Αποτελείται από δύο ανόμοια ηφαίστεια, το Plosky Tolbachik, του οποίου οι κορυφή είναι επίπεδη, και το Ostry Tolbachik, ένα στρωματοηφαίστειο. Έτσι λέγονται τα ηφαίστεια με μορφολογικά χαρακτηριστικά τον πολύ ψηλό κώνο τους, που έχει απότομες πλαγιές και γίνεται όλο και πιο απόκρημνος όσο προχωράμε προς την κορυφή τους όπου υπάρχει ο κρατήρας. Η ψηλότερη κορυφή του έχει ύψος 3.682 μέτρα, και απαιτεί ικανότητες αλπινιστή για να την κατακτήσεις, εξαιτίας της μόνιμης παρουσίας πάγου μετά τα 3300 μέτρα περίπου.
Όπως καταλάβατε, εμείς στοχεύαμε στα 3087 του Plosky Tolbachik, στο μεγάλο κρατήρα διαμέτρου τριών χιλιομέτρων παρακαλώ.
Ποτάμια λάβας, παντού!
Συνεχίζουμε στην περιγραφή μας λοιπόν! Με πολύ καλή διάθεση, κι ολίγον από παράφωνα εκτελεσμένα ελληνικά άσματα, ο “Σ.τ.Π.” κι εγώ ακολουθούσαμε τους υπόλοιπους. Σύντομα αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τα πολλά ρούχα, ο ήλιος ανέβαινε και το σώμα χρειαζόταν αναπνοές.
Πρώτη στάση, στα ποτάμια – πεδιάδες λάβας που στέκονταν ανάμεσα σ’ εμάς και στις πλαγιές των ηφαιστείων. Φαινόταν όλα τόσο απλά, τόσο φυσικά. Μα έτσι είναι η φύση, γι’ αυτό κι ο θαυμασμός περίσσευε. Η λάβα, προϊόν της τελευταίας μεγάλης έκρηξης του Tolbachik το 2012, έφτανε σε απόσταση χιλιομέτρων από τη ηφαίστειο. Και ήταν τόσο μοναδικό να περπατάς πάνω της, παρατηρώντας τους κυματισμούς σαν από πίνακα ζωγραφικής. Αλλά, σάμπως και οι πίνακες από τέτοιες εμπνεύσεις δε δημιουργούνται;
Σεληνιακά τοπία, μα και πάγοι που δε λιώνουν
Μετά από κάμποση ώρα πάνω στη λάβα, το τοπίο άλλαζε. Ατελείωτες εκτάσεις ηφαιστειακής άμμου, σε ακόμη ένα σεληνιακό τοπίο μετά από εκείνα της προηγούμενης μέρας. Σχετικά εύκολη η πεζοπορία μέχρι στιγμής, όχι μεγάλες κλίσεις, κι επίσης φοβερά ενδιαφέροντα τοπία.
Ο καιρός συνέχισε να παραμένει καλός, αν και οι παροδικές συννεφιές – ομίχλες μας έκαναν να αναθεωρούμε για το πόσα ρούχα έπρεπε να φοράμε. Πιο μετά ένας μικρός καταρράκτης, και πάγοι σκεπασμένοι με άμμο, πάγοι που προφανώς δεν προλαβαίνουν να λιώσουν.
Κάπως έτσι πέρασαν οι επόμενες 5-6 ώρες, με μικρές στάσεις ανά διαστήματα και κάποιους αρκετά κουρασμένους ήδη. Όσο για τον Valentin; Χαμογελαστός και ντυμένος ζεστά, δεν ίδρωνε ο άνθρωπος με τέτοιο ρυθμό, ενώ άκουγα τον “Σ.τ.Π.” να βαριανασαίνει πίσω μου.
Τελευταία στάση, πρώτες εικόνες κορυφής
Το μεγάλο πλάτωμα στα 2500 μέτρα περίπου, ακριβώς κάτω από τις δύο κορυφές, αποτελούσε την τελευταία μεγάλη στάση μας, σταθμό συγκέντρωσης όλων και αφετηρία για την κορυφή. Ακριβώς εκεί, πριν τη στάση, ξεπρόβαλε επιβλητική η κορυφή του Ostry Tolbachik. Ακόμη και γνωρίζοντας ότι δε θα ανεβούμε εκεί, η θέα του τρομερού αυτού ηφαιστείου, γεμάτου πάγο στην κορυφή ήταν τρομακτική και αναζωογονητική συνάμα.
Πορτοκάλια, λεμόνια, ξηροί καρποί και λοιπά είδη καταναλώθηκαν, η ανάπαυση κάτω από τον ήλιο απαραίτητη για τη συνέχεια επίσης. Το κρύο βέβαια ήταν ήδη τσουχτερό σ’ εκείνο το υψόμετρο, ο αέρας “ξύριζε”, όπως τον είχαμε στο νου βλέποντας ανάλογα ντοκιμαντέρ. Κι όμως, ένας Ρώσος που ανέβαινε μετά από εμάς (και δε σταμάτησε για διάλειμμα), φόραγε απλά ένα κοντομάνικο φανελάκι. Όταν θα τον έβρισκα ξανά στην κορυφή, με περίμενε κι άλλη έκπληξη.
Μπορώ να πω ότι η ώρα που περάσαμε στο σημείο εκείνο, αγναντεύοντας τις κορυφές, ρουφώντας φρέσκο αέρα και βλέποντας τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε, μας βοήθησε να ξεχάσουμε την κούραση και να ετοιμαστούμε ψυχολογικά πιο πολύ για τις επόμενες δύο ώρες ανάβασης. Εκτός τεσσάρων μελών που θα επέστρεφαν στη βάση με τον Viktor (μαντέψτε ποιος ήταν ανάμεσά τους), οι υπόλοιποι χαράξαμε πορεία για τον κρατήρα. Ο Valentin τελευταίος, για να εξασφαλίσει ότι κανείς δε θα έμενε μόνος, και οι υπόλοιποι σε οτιδήποτε ρυθμό μπορούσε ο καθένας.
Ξεκινάμε για τα 3087 μέτρα ύψος!
Πρωτόγνωρη εμπειρία, μοναδικές εικόνες, απίστευτη αίσθηση να προσπαθείς να κατακτήσεις ένα βουνό πάνω από τα σύννεφα, ένα βουνό – ηφαίστειο εντελώς γυμνό, με το απότομο του εδάφους, τις πέτρες και τον αέρα να απαιτούν προσοχή κάθε στιγμή. Μετά τα 2700 αρχίσαμε εμείς οι άπειροι να νιώθουμε αυτή τη δυσκολία στην αναπνοή, γεγονός όχι βέβαια ικανό να μας προκαλέσει πρόβλημα. Απλά η όλη εμπειρία ήταν διαφορετική, κάτι καινούριο στη ζωή μας που μας άρεσε πολύ μπορώ να πω.
Τα τελευταία μέτρα πριν την κορυφή, ήταν απλά υ-πέ-ρο-χα. Η Αλιόνα μου φώναζε να ανέβω, κι εγώ είχα κοντοσταθεί λίγα μέτρα παρακάτω, ατενίζοντας όσα είχαμε περάσει ήδη. Και μετά, μεγαλείο. Κατανοώ πλέον γιατί δε θα καταλάβαινα ποτέ τα συναισθήματα που κατακλύζουν κάποιον όταν φτάνει μετά από κόπο στην κορυφή ενός βουνού, όσο γλαφυρά κι αν μου τα περιέγραφε. Γι’ αυτό και δε θα προσπαθήσω καν, εύχομαι να τα νιώσετε όσοι θέλετε, όπου σας βγάλει η επιθυμία σας!
Ο τεράστιος κρατήρας ήταν εκεί, η κορυφή του Ostry Tolbachik στα δυτικά και, πιο μακριά, τα μόνα που ξεχώριζαν πάνω από τα σύννεφα ήταν άλλα θηριώδη ηφαίστεια, όπως το Kronotsky στα νότια. Σ’ ένα αυτοσχέδιο σωρό από πέτρες (κούκο το λένε όπως έμαθα), δημιούργημα ορειβατών, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι των προηγούμενων ημερών είχαν φτιάξει το δικό τους γλυπτό. Άλλαξα ταχύτατα ρούχα για να είμαι στεγνός, και κατόπιν ξαπλώσαμε με την Αλυόνα εκεί, για να απολαύσουμε τις στιγμές.
- Ένα όνειρο μόλις είχε γίνει πραγματικότητα, το τρομερό ηφαίστειο Tolbachik, τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα ήταν πλέον κάτω από τα πόδια μας, μια εμπειρία που θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό μας για πάντα.
Αυτοί οι Ρώσοι είναι τρελοί
Κι εκεί που έλεγα ότι τα είχα δει όλα, να ο φίλος μας ο Ρώσος! Αυτός που ανέβαινε με κοντομάνικο βρε.
Ε, είχε ζεσταθεί μάλλον από τον αέρα και τους μείον πέντε (!) βαθμούς, και το είχε βγάλει και αυτό. Τριγύριζε έτσι ο αθεόφοβος όλη την ώρα, φορώντας μόνο μια φόρμα γυμναστικής (με τιράντες παρακαλώ, δανεική θα ήταν), αθλητικά παπούτσια και τέλος. Ούτε μπλούζα, ούτε φυσικά μπαστούνια πεζοπορίας και λοιπά περιττά πράγματα.
Στην κουβέντα μάθαμε ότι είναι από το Surgut της Σιβηρίας (ευσεβής πόθος αυτός για τα περίεργα γούστα μας), και περνάει τους χειμώνες του κάνοντας μπάνιο στις τρύπες που ανοίγουν στον πάγο. “Εδώ είναι καλοκαίρι για εμένα και δε μου αρέσει να ιδρώνω” μας εξηγούσε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έπρεπε να απαθανατίσω τη στιγμή, καταλαβαίνετε.
Επιστροφή στην κατασκήνωση, με εκπλήξεις και κούραση
Η ώρα όμως περνούσε. Ευχάριστα μεν, αλλά περνούσε, κι έπρεπε να αρχίσουμε την κατάβαση πριν να είναι αργά. Ο Valentin ήθελε να περάσουμε τις πεδιάδες λάβας με φως, μιας και το περπάτημα εκεί είχε αρκετές δυσκολίες. Οπότε βγάλαμε τις τελευταίες αναμνηστικές, και η κατάβαση ξεκίνησε, με τα γόνατα να παραπονιούνται.
Πιο λίγες οι στάσεις πλέον, ειδικά μέχρι να κουραστούμε για τα καλά, ενώ το τοπίο είχε αλλάξει σε σχέση με το πρωί. Η ατμόσφαιρα ήταν πιο καθαρή χαμηλά, αν και προφανώς περάσαμε και πάλι μέσα από τα σύννεφα. Αυτή τη φορά, ο Valentin μας έδειξε κι άλλο σημείο – ωδή στη δύναμη της φύσης.
Κάτω από τη στερεοποιημένη λάβα που εμείς περπατούσαμε, σε σημείο που υπήρχε κενό, φαινόταν κατακόκκινη η λάβα που ακόμη “ζει”… Τρία και πλέον χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία έκρηξη, κι όμως!
Κάποια ξύλα που είχαμε στα χέρια κάηκαν πριν καν την επαφή τους με το παχύρρευστο υγρό, κι εγώ έκανα σκέψεις για το πώς μπορεί να ήταν ο τόπος αυτός μόλις λίγα χρόνια πριν, όταν η έκρηξη άλλαζε μια ολόκληρη περιοχή.
Τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι τα φορτηγά, ατελείωτα και μαρτυρικά. Λογικό πιστεύω, για το επίπεδο της εμπειρίας μας, τις ώρες που προηγήθηκαν και τα μέρη που περπατούσαμε. Φτάσαμε στην κατασκήνωση με ανακούφιση αλλά και γεμάτοι ευτυχία, χαμογελαστοί πάνω απ’ όλα! Απολαύσαμε το βραδινό φαγητό, συζητήσαμε όσο αντέχαμε, και μετά χωθήκαμε στους υπνόσακους.
Υπήρχαν βλέπετε τόσες ακόμη εικόνες κι εμπειρίες να ζήσουμε τις επόμενες μέρες! H Καμτσάτκα δεν γινόταν να εξαντλήσει τις ομορφιές της σε λίγες μέρες, κι ας είχαμε μόλις πραγματοποιήσει ένα όνειρο ετών…
Συνεχίζουμε ακούραστα, στο επόμενο κεφάλαιο του ταξιδιού μας, στην επόμενη περιπέτεια!